Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρυνικός
φρύνιον
φρυνίχειος
φρυνοειδής
φρυνολόγος
φρῦνος
φρυνώνδειος
φρύξ1
φρύξ2
φρύξις
φρύττω
φῦ
φυγαγωγός
φύγαδε
φυγαδεία
φυγαδεῖον
φυγάδευσις
φυγαδευτέον
φυγαδευτήριον
φυγαδευτικός
φυγαδευτός
View word page
φρύττω
φρύττω,
A). = φρύγω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρύττω
Headword (normalized):
φρύττω
Headword (normalized/stripped):
φρυττω
IDX:
112436
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112437
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρύττω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φρύγω</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}