Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρυγανιστήρ
φρυγανίτης
φρυγανοειδής
φρύγανον
φρυγανοφόρος
φρυγανώδης
φρύγετρον
φρυγεύς
φρυγεύω
φρυγία
φρυγιατικόν
φρυγιαύλιον
φρυγίζω
φρυγίλος
φρυγίνδα
φρύγιον
φρύγιος
φρύγιος
φρυγιστί
φρυγῖτις
φρυγμός
View word page
φρυγιατικόν
φρυγιατικόν, τό, an unknown plant, Gp. 12.1.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρυγιατικόν
Headword (normalized):
φρυγιατικόν
Headword (normalized/stripped):
φρυγιατικον
IDX:
112408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112409
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρυγιατικόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, an unknown plant, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Gp.</span> 12.1.2 </span>.</div><br><br>'}