Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρυγανίς
φρυγανισμός
φρυγανιστήρ
φρυγανίτης
φρυγανοειδής
φρύγανον
φρυγανοφόρος
φρυγανώδης
φρύγετρον
φρυγεύς
φρυγεύω
φρυγία
φρυγιατικόν
φρυγιαύλιον
φρυγίζω
φρυγίλος
φρυγίνδα
φρύγιον
φρύγιος
φρύγιος
φρυγιστί
View word page
φρυγεύω
φρυγ-εύω
A). = φρύγω , ibid.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρυγεύω
Headword (normalized):
φρυγεύω
Headword (normalized/stripped):
φρυγευω
IDX:
112406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112407
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρυγ-εύω</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φρύγω</span> , ibid.</div> </div><br><br>'}