Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρυαγμοσέμνακος
φρυακτής
φρυάσσομαι
φρυγανίζω
φρυγανικός
φρυγάνιον
φρυγανίς
φρυγανισμός
φρυγανιστήρ
φρυγανίτης
φρυγανοειδής
φρύγανον
φρυγανοφόρος
φρυγανώδης
φρύγετρον
φρυγεύς
φρυγεύω
φρυγία
φρυγιατικόν
φρυγιαύλιον
φρυγίζω
View word page
φρυγανοειδής
φρῡγᾰνοειδής, ές,
A). = φρυγανώδης , Dsc. 3.36 , 154 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρυγανοειδής
Headword (normalized):
φρυγανοειδής
Headword (normalized/stripped):
φρυγανοειδης
IDX:
112400
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112401
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρῡγᾰνοειδής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φρυγανώδης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.36 </span>, <span class="bibl"> 154 </span>.</div> </div><br><br>'}