Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φρουραρχέω
φρουράρχης
φρουραρχία
φρούραρχος
φρουρέω
φρούρημα
φρούρησις
φρουρητήρ
φρουρητικός
φρουρητός
φρουρήτωρ
φρουρικός
φρούριον
φρουρίς
φρουροδόμος
φρουρός
φρουρύτης
φρύαγμα
φρυαγματίας
φρυαγμός
φρυαγμοσέμνακος
View word page
φρουρήτωρ
φρουρ-ήτωρ
,
ορος
,
ὁ
,
A).
guardian,
θεσμῶν
ib.
9.812
.
ShortDef
a watcher
Debugging
Headword:
φρουρήτωρ
Headword (normalized):
φρουρήτωρ
Headword (normalized/stripped):
φρουρητωρ
IDX:
112380
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112381
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρουρ-ήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">guardian,</span> <span class="foreign greek">θεσμῶν</span> ib.<span class="bibl"> 9.812 </span>.</div> </div><br><br>'}