φροντλστικός
φροντ-λστικός, ή, όν,
A). of or for thinking, thoughtful, Div.Somn. 464a23 ; ὑποπίνων δὲ πάνυ φ. (sc. γίγνεται) ; 271 φ. τὴν πρόσοψιν Pisc. 12 : τὸ λογιστικὸν καὶ φ. the faculty of reasoning and thought, , cf. 2.432c 966a .
II). considerate, careful, τὰ θήλεα περὶ τὴν τῶν τέκνων τροφὴν φροντιστικώτερα HA 608b2 . Adv. -κῶς Mem. 3.11.10 , NA 8.25 .
2). nervous, worried, . 10.538