Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φροιμιάζομαι
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρονηματώδης
φρόνησις
φρονητέον
φρονητικός
φρονίμευμα
φρονιμεύομαι
φρονίμευσις
φρόνιμος
φρονιμότης
φρονιμώδης
φρόνις
φρονούντως
φροντίζω
φροντίς
View word page
φρονητικός
φρον-ητικός, , όν,
A). concerned with thought, opp. θυμικός, ἐπιθυμητικός, Nicom. ap. Theol.Ar. 53 .


ShortDef

concerned with thought

Debugging

Headword:
φρονητικός
Headword (normalized):
φρονητικός
Headword (normalized/stripped):
φρονητικος
IDX:
112348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112349
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρον-ητικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">concerned with thought,</span> opp. <span class="foreign greek">θυμικός, ἐπιθυμητικός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Nicom.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theol.Ar.</span> 53 </span>.</div> </div><br><br>'}