Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρίνιον
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξολόφος
φριξός
φριξωποβρόνταξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρονηματώδης
φρόνησις
φρονητέον
φρονητικός
φρονίμευμα
View word page
φροίμιον
φροίμιον, τό, contr. for προοίμιον (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φροίμιον
Headword (normalized):
φροίμιον
Headword (normalized/stripped):
φροιμιον
IDX:
112339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φροίμιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, contr. for <span class="foreign greek">προοίμιον</span> (q.v.).</div><br><br>'}