Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φριμάσσομαι
φριμάω
φρίν
φρίνιον
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξολόφος
φριξός
φριξωποβρόνταξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
φρονηματώδης
φρόνησις
View word page
φριξωποβρόνταξ
φριξωποβρόνταξ dub. in PMag.Lond. 46.19 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φριξωποβρόνταξ
Headword (normalized):
φριξωποβρόνταξ
Headword (normalized/stripped):
φριξωποβρονταξ
IDX:
112336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φριξωποβρόνταξ</span> dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Lond.</span> 46.19 </span>.</div><br><br>'}