Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρικώεις
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φριμάω
φρίν
φρίνιον
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξολόφος
φριξός
φριξωποβρόνταξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροίμιον
φρονέω
φρόνημα
φρονηματίας
φρονηματίζομαι
φρονηματισμός
View word page
φριξολόφος
φριξο-λόφος, ον,
A). = φριξαύχην , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φριξολόφος
Headword (normalized):
φριξολόφος
Headword (normalized/stripped):
φριξολοφος
IDX:
112334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112335
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φριξο-λόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φριξαύχην</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}