φρίξ
φρίξ, ἡ, gen. φρῑκός:(φρίσσω):—
A). ruffling of a smooth surface.
I). ripple caused by a gust of wind sweeping over the smooth sea, ὑπὸ φρικὸς Βορέω ; 23.692 μελαίνῃ φρικὶ καλυφθείς, of Proteus coming to the surface, ; 4.402 Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ ripple spread over the sea from the west wind, ; 7.63 μαλακὴν φρῖκα φέροι Ζέφυρος AP 7.668 ( ); θάλασσα φρικὶ χαρασσομένη ib. 10.2 ( ), cf. 14 ( ).—Poet. word for Prose φρίκη.