Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρικτέον
φρικτοπαλαίμονες
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φρικώεις
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φριμάω
φρίν
φρίνιον
φρίξ
φριξαύχην
φριξόθριξ
φριξοκόμης
φριξολόφος
φριξός
φριξωποβρόνταξ
φρίσσω
φροιμιάζομαι
φροίμιον
View word page
φρίνιον
φρίνιον, τό, an unknown utensil, written φρινειν, PMasp. 6 ii 64 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρίνιον
Headword (normalized):
φρίνιον
Headword (normalized/stripped):
φρινιον
IDX:
112329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112330
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρίνιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, an unknown utensil, written <span class="itype greek">φρινειν</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 6 ii 64 </span> (vi A. D.).</div><br><br>'}