Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρίκη
φρικία
φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικνός
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτοπαλαίμονες
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φρικώεις
φριμαγμός
φριμάσσομαι
φριμάω
φρίν
φρίνιον
φρίξ
View word page
φρικτοπαλαίμονες
φρικτοπαλαίμονες (sc. δαίμονες) dub. sens. in PMag.Par. 1.1357 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρικτοπαλαίμονες
Headword (normalized):
φρικτοπαλαίμονες
Headword (normalized/stripped):
φρικτοπαλαιμονες
IDX:
112320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρικτοπαλαίμονες</span> (sc. <span class="foreign greek">δαίμονες</span>) dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.1357 </span>.</div><br><br>'}