Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρήτωρ
φρίζω
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
φρικνός
φρικόομαι
φρικοποιός
φρῖκος
φρικτέον
φρικτοπαλαίμονες
φρικτός
φρικώδης
φρικωδία
φρικώεις
φριμαγμός
View word page
φρικνός
φρικνός, , όν,
A). = φρικαλέος , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρικνός
Headword (normalized):
φρικνός
Headword (normalized/stripped):
φρικνος
IDX:
112315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112316
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρικνός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φρικαλέος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}