Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεώρυχος
φρήν
φρηταῖος
φρηταρχέω
φρήταρχος
φρήτηρ
φρητία
φρήτρη
φρήτριος
φρήτωρ
φρίζω
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
φρικίας
φρικίασις
φρικιάω
View word page
φρήτριος
φρήτριος,
A). v. φράτριος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρήτριος
Headword (normalized):
φρήτριος
Headword (normalized/stripped):
φρητριος
IDX:
112304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρήτριος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φράτριος.</span> </div> </div><br><br>'}