Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρεσσίλυτος
φρέω
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεώρυχος
φρήν
φρηταῖος
φρηταρχέω
φρήταρχος
φρήτηρ
φρητία
φρήτρη
φρήτριος
φρήτωρ
φρίζω
φρικάζω
φρικαλέος
φρικασμός
φρίκη
φρικία
View word page
φρήτηρ
φρήτηρ,
A). v. φράτηρ.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρήτηρ
Headword (normalized):
φρήτηρ
Headword (normalized/stripped):
φρητηρ
IDX:
112301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρήτηρ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φράτηρ.</span> </div> </div><br><br>'}