Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρέω
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεώρυχος
φρήν
φρηταῖος
φρηταρχέω
φρήταρχος
φρήτηρ
φρητία
View word page
φρέω
φρέω, only in compds. διαφρέω, εἰσφρέω, ἐκφρέω, ἐπεισφρέω, qq. v., exc. aor. imperat. φρές (as if from Φρῆμι) Com.Adesp. 489 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρέω
Headword (normalized):
φρέω
Headword (normalized/stripped):
φρεω
IDX:
112292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112293
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρέω</span>, only in compds. <span class="foreign greek">διαφρέω, εἰσφρέω, ἐκφρέω, ἐπεισφρέω,</span> qq. v., exc. aor. imperat. <span class="foreign greek">φρές</span> (as if from <span class="foreign greek">Φρῆμι</span>) <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 489 </span>.</div><br><br>'}