Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρενολῃστής
φρενομανής
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρέω
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
φρεωρυχικά
φρεώρυχος
φρήν
φρηταῖος
φρηταρχέω
φρήταρχος
View word page
φρενωτήριον
φρεν-ωτήριον, τό,
A). means of instruction, Id.


ShortDef

means of instruction

Debugging

Headword:
φρενωτήριον
Headword (normalized):
φρενωτήριον
Headword (normalized/stripped):
φρενωτηριον
IDX:
112290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112291
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρεν-ωτήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">means of instruction,</span> Id.</div> </div><br><br>'}