Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φρενοδαλής
φρενοθελγής
φρένοθεν
φρενοκλοπέω
φρενοκλόπος
φρενόληπτος
φρενολῃστής
φρενομανής
φρενοπληγής
φρενόπληκτος
φρενοπλήξ
φρενοτέκτων
φρενοτερπής
φρενόω
φρενώλης
φρένωσις
φρενωτήριον
φρεσσίλυτος
φρέω
φρεωρυχέω
φρεωρυχία
View word page
φρενοπλήξ
φρενο-πλήξ, ῆγος, , , = foreg., AP 9.141 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρενοπλήξ
Headword (normalized):
φρενοπλήξ
Headword (normalized/stripped):
φρενοπληξ
IDX:
112284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112285
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρενο-πλήξ</span>, <span class="itype greek">ῆγος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 9.141 </span>.</div><br><br>'}