Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φρατριακός
φρατριαρχέω
φρατρίαρχος
φρατριασμός
φρατριαστής
φρατριατικός
φρατριεύς
φρατρίζω
φρατρικός
φράτριος
φράττω
φράτωρ
φρεάντλης
φρέαρ
φρεατία
φρεατιαῖος
φρεάτιον
φρεάτιος
φρεατισμός
φρεατορύκτης
φρεατοτύπανον
View word page
φράττω
φράττω
, Att. for
φράσσω
(q. v.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φράττω
Headword (normalized):
φράττω
Headword (normalized/stripped):
φραττω
IDX:
112242
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112243
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φράττω</span>, Att. for <span class="foreign greek">φράσσω</span> (q. v.).</div><br><br>'}