Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτικός
φρακτός
φρανίζω
φράξις
φράσδω
φρασίζωον
φρασίν
φράσις
φρασμοσύνη
φράσσεται
φράσσω
φραστέον
φραστήρ
φράστης
φραστικός
φραστύς
φράστωρ
View word page
φρασίν
φρασίν, old dat. pl. of φρήν (q. v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρασίν
Headword (normalized):
φρασίν
Headword (normalized/stripped):
φρασιν
IDX:
112216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112217
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρασίν</span>, old dat. pl. of <span class="foreign greek">φρήν</span> (q. v.).</div><br><br>'}