Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτικός
φρακτός
φρανίζω
φράξις
φράσδω
φρασίζωον
φρασίν
φράσις
φρασμοσύνη
φράσσεται
φράσσω
φραστέον
φραστήρ
φράστης
φραστικός
φραστύς
View word page
φρασίζωον
φρασίζωον· διασκεπτόμενον εἰς ζωήν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φρασίζωον
Headword (normalized):
φρασίζωον
Headword (normalized/stripped):
φρασιζωον
IDX:
112215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112216
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρασίζωον·</span> <span class="foreign greek">διασκεπτόμενον εἰς ζωήν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}