Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτικός
φρακτός
φρανίζω
φράξις
φράσδω
φρασίζωον
φρασίν
φράσις
φρασμοσύνη
φράσσεται
φράσσω
φραστέον
φραστήρ
φράστης
φραστικός
View word page
φράσδω
φράσδω, Dor. for φράζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φράσδω
Headword (normalized):
φράσδω
Headword (normalized/stripped):
φρασδω
IDX:
112214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φράσδω</span>, Dor. for <span class="foreign greek">φράζω.</span> </div><br><br>'}