Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φραγέλλη
φραγέλλιον
φραγελλόω
φράγμα
φραγμίτης
φραγμός
φράγνυμι
φραδάζω
φραδατήρ
φραδάω
φραδεύω
φραδή
φραδής
φραδμοσύνη
φράδμων
φράζω
φρακτεύω
φράκτης
φρακτικός
φρακτός
φρανίζω
View word page
φραδεύω
φρᾰδ-εύω,
A). = φραδάζω , Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φραδεύω
Headword (normalized):
φραδεύω
Headword (normalized/stripped):
φραδευω
IDX:
112202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112203
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φρᾰδ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φραδάζω</span> , Id.</div> </div><br><br>'}