Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορω
φόσσατον
φοτεύει
φοῦ
φουάδδει
φουγίων
φοῦιξ
φουλβίν
φουλβῖνον
φουλιᾶτα
φουλίδερ
φούλλικλον
φ<ο>υλλόμενοι
φουμῶσος
φοῦνδα
φουρνάκιος
φουρνοειδής
φουρνοπλάστης
φοῦρνος
φοῦσα
φοῦσκα
View word page
φουλίδερ
φουλίδερ· παρθένων χορός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φουλίδερ
Headword (normalized):
φουλίδερ
Headword (normalized/stripped):
φουλιδερ
IDX:
112180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112181
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φουλίδερ·</span> <span class="foreign greek">παρθένων χορός,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}