φορύσσω
φορύσσω, Act. only in aor. part. and inf., φορύξας, -αι (v.infr.):— Med., aor.
A). ἐφορύξατο Th. 203 :— Pass., pres. φορύσσεται H. 5.269 ; pf. πεφόρυγμαι (v. infr.):—defile, φορύξας αἵματι ; 18.336 ὕδατι φορύξαι mix up, Mul. 1.74 ; μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα Steril. 221 , cf. VM 3 :— Pass., πεφορυγμένον ἰῷ Th. 302 , cf. : c. gen., 12.550 ἰοῦ C. 1.381 ; λύθροιο φορύσσεται H. 5.269 .