Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορύη
φορυκαία
φορυκτός
φορύνω
φόρυς
φορύσσω
φορυτός
φορω
φόσσατον
φοτεύει
φοῦ
φουάδδει
φουγίων
φοῦιξ
φουλβίν
View word page
φόρυς
φόρυς· δακτύλιος ὁ κατὰ τὴν ἕδραν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φόρυς
Headword (normalized):
φόρυς
Headword (normalized/stripped):
φορυς
IDX:
112167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φόρυς·</span> <span class="foreign greek">δακτύλιος ὁ κατὰ τὴν ἕδραν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}