Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φόρτιμος
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
φορτοστόλος
φορτοφορέω
φορτόω
φορύη
φορυκαία
φορυκτός
φορύνω
φόρυς
φορύσσω
φορυτός
φορω
φόσσατον
φοτεύει
φοῦ
φουάδδει
View word page
φορυκαία
φορυκαία·
δένδρον ποιόν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φορυκαία
Headword (normalized):
φορυκαία
Headword (normalized/stripped):
φορυκαια
IDX:
112164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112165
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορυκαία·</span> <span class="foreign greek">δένδρον ποιόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}