Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
φορτικός
φορτικότης
φόρτιμος
φορτίον
φορτίς
φορτισμός
φορτοβαστάκτης
φόρτος
View word page
φορτιαφόρος
φορτιᾱφόρος, ,
A). porter, Gloss.


ShortDef

porter

Debugging

Headword:
φορτιαφόρος
Headword (normalized):
φορτιαφόρος
Headword (normalized/stripped):
φορτιαφορος
IDX:
112149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112150
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορτιᾱφόρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">porter,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}