Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορμύνιος
φορολογέω
φορολόγητος
τινι
φορολογία
φορόλογος
φόρον
φορός
φόρος
φοροτελής
φοροφορέω
φορταγωγέω
φορταγωγός
φόρταξ
φορτηγέω
φορτηγία
φορτηγικός
φορτηγός
φορτιαφόρος
φορτίζω
φορτικεύομαι
View word page
φοροφορέω
φορο-φορέω,
A). pay a contribution, GDI 1938.21 (Delph., ii B. C.).


ShortDef

pay a contribution

Debugging

Headword:
φοροφορέω
Headword (normalized):
φοροφορέω
Headword (normalized/stripped):
φοροφορεω
IDX:
112141
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112142
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορο-φορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pay a contribution</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">GDI</span> 1938.21 </span> (Delph., ii B. C.).</div> </div><br><br>'}