Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορίνη
φόριον
φόρκες
φορκίδες
φορκόν
φόρκος
φόρκυς
φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φορμιγκτάς
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτήρ
φορμικτής
φορμικτός
φορμίον
φορμίς
φορμίσκιον
φορμίσκος
φορμοκοιτέω
View word page
φορμιγκτάς
φορμιγκτάς,
A). v. φορμικτής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορμιγκτάς
Headword (normalized):
φορμιγκτάς
Headword (normalized/stripped):
φορμιγκτας
IDX:
112114
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112115
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορμιγκτάς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φορμικτής.</span> </div> </div><br><br>'}