Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορητικός
φορητός
φορί
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόριον
φόρκες
φορκίδες
φορκόν
φόρκος
φόρκυς
φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φορμιγκτάς
φόρμιγξ
φορμίζω
φορμικτήρ
φορμικτής
View word page
φορκόν
φορκόν· λευκόν, πολιόν, ῥυσόν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορκόν
Headword (normalized):
φορκόν
Headword (normalized/stripped):
φορκον
IDX:
112108
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112109
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορκόν·</span> <span class="foreign greek">λευκόν, πολιόν, ῥυσόν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}