Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φορήμεναι
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φορί
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόριον
φόρκες
φορκίδες
φορκόν
φόρκος
φόρκυς
φόρκυς
φορμαλεία
φορμηδόν
φορμιγκτάς
φόρμιγξ
View word page
φόριον
φόριον
,
φοριοφόρος
,
A).
v.
φορεῖον, φορεαφόρος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φόριον
Headword (normalized):
φόριον
Headword (normalized/stripped):
φοριον
IDX:
112105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112106
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φόριον</span>, <span class="orth greek">φοριοφόρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φορεῖον, φορεαφόρος.</span> </div> </div><br><br>'}