Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φορεύς
φορεύω
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορήμεναι
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φορί
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόριον
φόρκες
φορκίδες
φορκόν
φόρκος
φόρκυς
View word page
φορί
φορί·
τὸν ὑπὲρ τοῦ ἀγροῦ σῖτον,
Hsch.
(cf.
φορικός
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φορί
Headword (normalized):
φορί
Headword (normalized/stripped):
φορι
IDX:
112100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112101
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορί·</span> <span class="foreign greek">τὸν ὑπὲρ τοῦ ἀγροῦ σῖτον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">φορικός</span>).</div><br><br>'}