Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπαγρεύω
ἀπαγριόομαι
ἀπαγρίωσις
ἄπαγρος
ἀπαγχονἀω
ἀπαγχονίζω
ἀπάγχω
ἀπάγω
ἀπαγωγή
ἀπαγωγός
ἀπαγώνιος
ἀπαδεῖν
ἀπαδικέω
ἀπᾳδόντως
ἀπᾴδω
ἀπαείρω
ἀπαέξομαι
ἀπαθανατίζω
ἀπαθανάτισις
ἀπαθανατισμός
ἀπάθεια
View word page
ἀπαγώνιος
ἀπᾰγώνιος,
A). v. ἐπαγώνιος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπαγώνιος
Headword (normalized):
ἀπαγώνιος
Headword (normalized/stripped):
απαγωνιος
IDX:
11209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπᾰγώνιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἐπαγώνιος.</span> </div> </div><br><br>'}