Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φόρεμα
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορεύω
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορήμεναι
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φορί
φόριγγες
φορικός
φόριμος
φορίνη
φόριον
View word page
φορήμεναι
φορ-ήμεναι, φορ-ῆναι,
A). v. φορέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορήμεναι
Headword (normalized):
φορήμεναι
Headword (normalized/stripped):
φορημεναι
IDX:
112095
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112096
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορ-ήμεναι</span>, <span class="orth greek">φορ-ῆναι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φορέω.</span> </div> </div><br><br>'}