Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορεαφόρος
φόρεθρον
φορειά
φορεῖον
φόρεμα
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορεύω
φορέω
φορηδόν
φόρημα
φορήμεναι
φόρησις
φορητέος
φορητικός
φορητός
φορί
φόριγγες
View word page
φορεύω
φορ-εύω, = sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορεύω
Headword (normalized):
φορεύω
Headword (normalized/stripped):
φορευω
IDX:
112091
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112092
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορ-εύω</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}