Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορβειά
φορβή
φόρβια
φόρβα
φόρβιον
φόρβον1
φορβόν2
φόρβυτα
φοργάνη
φορεαφόρος
φόρεθρον
φορειά
φορεῖον
φόρεμα
φόρεσις
φορέσκω
φορετρίζω
φόρετρον
φορεύς
φορεύω
φορέω
View word page
φόρεθρον
φόρεθρον, v. φόρετρον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φόρεθρον
Headword (normalized):
φόρεθρον
Headword (normalized/stripped):
φορεθρον
IDX:
112082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112083
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φόρεθρον</span>, v. <span class="orth greek">φόρετρον.</span> </div><br><br>'}