Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φορβαῖος
φορβάμων
φόρβαντα
φορβάς
φορβασία
φορβειά
φορβή
φόρβια
φόρβα
φόρβιον
φόρβον1
φορβόν2
φόρβυτα
φοργάνη
φορεαφόρος
φόρεθρον
φορειά
φορεῖον
φόρεμα
φόρεσις
φορέσκω
View word page
φόρβον1
φόρβ-ον· ἀπάνονα, Hsch.


ShortDef

[lexical cite]

Debugging

Headword:
φόρβον1
Headword (normalized):
φόρβον
Headword (normalized/stripped):
φορβον1
IDX:
112077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112078
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φόρβ-ον·</span> <span class="foreign greek">ἀπάνονα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}