Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοράς
φορβαδικός
φορβαία
φορβαῖος
φορβάμων
φόρβαντα
φορβάς
φορβασία
φορβειά
φορβή
φόρβια
φόρβα
φόρβιον
φόρβον1
φορβόν2
φόρβυτα
φοργάνη
φορεαφόρος
φόρεθρον
φορειά
φορεῖον
View word page
φόρβια
φόρβ-ια· φάρμακα, οἱ δὲ


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φόρβια
Headword (normalized):
φόρβια
Headword (normalized/stripped):
φορβια
IDX:
112074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112075
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φόρβ-ια·</span> <span class="foreign greek">φάρμακα, οἱ δὲ</span> </div><br><br>'}