φορβειά
φορβ-ειά, ἡ,(φέρβω), written φορβεά PCair.Zen. 781.16 (iii B. C.), Fasc. 14 , al.; φορβέα cod. ; also φορβαία (q. v.):—
A). halter by which a horse is tied to the manger, τῆς ἐπιφατνιδίας φ. Eq. 5.1 ; περιεζῶσθαι τὴν φ. Pol. 1324b16 ; οἱ ἵπποι ἀπὸ φορβειᾶς ἄγονται ; 15.1.52 ἐκ φ. ἕλκειν [ὄνον] Asin. 51 .