Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φονόω
φονοφόντης
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
φοξός
φοξότης
φορά
φοράδην
φοράδιον
φορακιώδης
φοράς
φορβαδικός
φορβαία
φορβαῖος
φορβάμων
φόρβαντα
φορβάς
φορβασία
φορβειά
φορβή
View word page
φορακιώδης
φορακιώδης,
A). v. φαρκιδώδης.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φορακιώδης
Headword (normalized):
φορακιώδης
Headword (normalized/stripped):
φορακιωδης
IDX:
112063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φορακιώδης</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαρκιδώδης.</span> </div> </div><br><br>'}