Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
φονοφόντης
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
φοξός
φοξότης
φορά
φοράδην
φοράδιον
φορακιώδης
φοράς
View word page
φονοφόντης
φονο-φόντης
A). = φονεύς , only in compds., e.g. Ἀργει-, βροτο-φόντης, etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φονοφόντης
Headword (normalized):
φονοφόντης
Headword (normalized/stripped):
φονοφοντης
IDX:
112054
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112055
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φονο-φόντης</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φονεύς</span> , only in compds., e.g. <span class="foreign greek">Ἀργει-, βροτο-φόντης,</span> etc.</div> </div><br><br>'}