Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φονεύτρια
φονεύω
φονή
φονής
φονικός
φόνιος
φονοειδής
φονόεις
φονοκτονέω
φονοκτονία
φονοκτόνος
φονολιβής
φονόρυτος
φόνος
φονός
φονουργός
φονόω
φονοφόντης
φονώδης
φοξῖνος
φοξίχειλος
View word page
φονοκτόνος
φονο-κτόνος, ον,
A). murdering, slaughtering, Hsch. s.v. φονίαις.


ShortDef

murdering, slaughtering

Debugging

Headword:
φονοκτόνος
Headword (normalized):
φονοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
φονοκτονος
IDX:
112047
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112048
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φονο-κτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">murdering, slaughtering,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">φονίαις.</span> </div> </div><br><br>'}