Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φόλετρον
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδώδης
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
φόλλις
φόλυες
φολύνει
φόναξ
φονάω
φονεργάτης
φόνευμα
φονεύς
φονεύσιμος
φονευτέον
φονευτής
φονευτικός
φονεύτρια
View word page
φολύνει
φολύνει·
μολύνει, καταπίμπλησιν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φολύνει
Headword (normalized):
φολύνει
Headword (normalized/stripped):
φολυνει
IDX:
112027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112028
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φολύνει·</span> <span class="foreign greek">μολύνει, καταπίμπλησιν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}