Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοιτάω
φοιτεία
φοίτης
φοίτησις
φοιτητέον
φοιτητήρ
φοιτητής
φοιτητός
φοιτίζω
φοῖτος
φοιτός
φόλετρον
φολιδοειδής
φολιδόομαι
φολιδώδης
φολιδωτός
φολίς
φολκός
φολλικώδης
φόλλις
φόλυες
View word page
φοιτός
φοιτός, late spelling of φυτός (q. v.).


ShortDef

[> φυτός]

Debugging

Headword:
φοιτός
Headword (normalized):
φοιτός
Headword (normalized/stripped):
φοιτος
IDX:
112016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-112017
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοιτός</span>, late spelling of <span class="foreign greek">φυτός</span> (q. v.).</div><br><br>'}