Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
φοῖνιξ
φοίνιξις
φοίνιος
φοινίσκη
φοίνισσα
φοινίσσω
φοινός
φοινώδης
φοΐς
φοιτάζω
φοιταλέος
φοιταλιεύς
φοιταλιώτης
φοιτάς
φοιτάω
View word page
φοίνισσα
φοίνισσα, φοίνισσα, fem. of Φοῖνιξ, φοῖνιξ.


ShortDef

Phoenician

Debugging

Headword:
φοίνισσα
Headword (normalized):
φοίνισσα
Headword (normalized/stripped):
φοινισσα
IDX:
111996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111997
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοίνισσα</span>, <span class="orth greek">φοίνισσα</span>, fem. of <span class="foreign greek">Φοῖνιξ, φοῖνιξ.</span> </div><br><br>'}