Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοῦς
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
φοῖνιξ
φοίνιξις
φοίνιος
View word page
φοινικοῦς
φοινικ-οῦς, , οῦν,
A). v. φοινίκεος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φοινικοῦς
Headword (normalized):
φοινικοῦς
Headword (normalized/stripped):
φοινικους
IDX:
111984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινικ-οῦς</span>, <span class="itype greek">ῆ</span>, <span class="itype greek">οῦν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φοινίκεος.</span> </div> </div><br><br>'}