Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοῦς
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
φοῖνιξ
View word page
φοινικοτρόφος
φοινῑκο-τρόφος, ον,
A). bearing palms, τόπος Str. 17.3.23 .


ShortDef

bearing palms

Debugging

Headword:
φοινικοτρόφος
Headword (normalized):
φοινικοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοτροφος
IDX:
111982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111983
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκο-τρόφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing palms,</span> <span class="quote greek">τόπος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:3:23" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:17:3:23/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Str.</span> 17.3.23 </a> .</div> </div><br><br>'}