Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φοινικοπάρυφος
φοινικόπεδος
φοινικόπεζα
φοινικόπτερος
φοινικόπτερυξ
φοινικοπώλης
φοινικόροδος
φοινικόρυγχος
φοινικοσκελής
φοινικοστερόπας
φοινικόστολος
φοινικοτρόφος
φοινίκουρος
φοινικοῦς
φοινικοφαής
φοινικοφόρος
φοινικόφυτος
φοινικτέον
φοινικτικῶς
φοινικτός
φοινικών
View word page
φοινικόστολος
φοινῑκό-στολος, ον, epith. of ἔγχεα, i.e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Id. N. 9.28 .


ShortDef

of a Phoenician expedition; blood red

Debugging

Headword:
φοινικόστολος
Headword (normalized):
φοινικόστολος
Headword (normalized/stripped):
φοινικοστολος
IDX:
111981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-111982
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φοινῑκό-στολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, epith. of <span class="foreign greek">ἔγχεα,</span> i.e. <span class="foreign greek">ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:9:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0033.tlg003.perseus-grc1:9.28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">N.</span> 9.28 </a>.</div><br><br>'}